- σκυλώ
- (I)-άω ή -έω, ΜΑ(πιθ. τ.) σκυλεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦλον «λάφυρο». Ο τ. ωστόσο έχει διορθωθεί σε σκύλλω].————————(II)-όω, Α(κατά τον Ησύχ.) «καλύπτω, σκεπάζω».[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλον* «λάφυρο», παρ' ότι η σημ. τού ρ. θα οδηγούσε μάλλον στον τ. σκύλος (τό) «δέρμα»].
Dictionary of Greek. 2013.